κύπασσις

κύπασσις
κύπασσις, -εως και κύπαττις, -ιδος και, κατά τον Ησύχ., κυπασίς, -ίδος, ὁ, ἡ (Α)
κοντός ανδρικός, ή και γυναικείος, χιτώνας που έφθανε μέχρι το μέσο τού μηρού («πάρ δέ ζώματα πολλὰ καὶ κυπάττιδες», Αλκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως που αναφέρεται στους Λυδούς, Πέρσες κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κύπασσις — short frock fem nom sg κυπασσίς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπάσσιδες — κύπασσις short frock fem nom/voc pl κυπασσίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπασσι — κύπασσις short frock fem voc sg κυπασσίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπασσιν — κύπασσις short frock fem acc sg κυπασσίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπάς — κυπάς, άδος, ἡ (Α) η κύπασσις* …   Dictionary of Greek

  • κυπάσσιον — κυπάσσιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κύπασσις* …   Dictionary of Greek

  • κυπασσίσκος — κυπασσίσκος, ὁ (Α) υποκορ. τού κύπασσις* …   Dictionary of Greek

  • κυπαττίδες — κυπασσίδες , κυπασσίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”